- ευεπιβούλευτος
- εὐεπιβούλευτος, -ον (Α)αυτός που υπόκειται εύκολα σε επιβουλή, ο ευπρόσβλητος (α. «μὴ συμβῇ τὴν χώραν εὐεπιβούλευτον γενέσθαι», Στράβ.β. «πένητα εὐεπιβούλευτον», Μ. Βασ).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι-βουλευτός (< επι-βουλεύω), πρβλ. αν-επι-βούλευτος].
Dictionary of Greek. 2013.